- ἀλλόφυλοι
- ἀλλόφῡλοι , ἀλλόφυλοςof another tribemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Филистимляне — (егип. Pulasti, евр. Pelištim, ассир. Palastu, греч. библ. Φυλιστιείμ; классич. Παλαιστϊνοι; народная этимология αλλόφυλοι = иноплеменницы перевода LXX) народ, давший свое имя Палестине. Источники для знакомства с его историей скудны. Он… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μαχαμπαράτα — (σανσκρ. Mahabharata = μεγάλη αφήγηση των πολέμων των Μπαράτα). Σανσκριτικό έπος της Ινδίας, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ινδικό έργο και ένα από τα πιο εκτεταμένα συγγράμματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η αρχική συγγραφή του, η οποία… … Dictionary of Greek